Ο Λεύκιος Αιμίλιος, 25 ετών, γόνος αριστοκρατικής
οικογένειας της Ρώμης, κατατάσσεται στην 8η κοχόρτη της περίφημης
Τρίτης Λεγεώνας «Italica», την οποία ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180)
εσπευσμένα συγκρότησε το 165, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα γερμανικά φύλα που
απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας.
Ο νεαρός λεγεωνάριος έφυγε από τη Ρώμη με τη σύζυγό του, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής Φλάβια Ιουστίνα. και τις δυο βοηθούς της, παιδικές φίλες, Λίβια και Ντρουσίλα, για την έδρα της λεγεώνας στο οχυρό Castra Regina, το σημερινό Ρέγκενσμουργκ της Γερμανίας. Φεύγοντας ο πατέρας του που είχε διακριθεί σε προηγούμενους πολέμους, του υπενθύμισε τις αξίες της αρχαίας Ρώμης και ανέφερε τα ονόματα δυο διακεκριμένων ανδρών, του Κιγκιννάτου και του Κούριου Δεντάτου, που αν και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους προς την πατρίδα, παρέμειναν απλοί και ταπεινοί, χαρακτηριστικό των παλαιών Ρωμαίων. Πήρε την ασπίδα του με το ρωμαϊκό αετό, το ξίφος του και λίγα υπάρχοντα. Η Φλάβια Ιουστίνα, στα 23, εγκατέλειψε τις ανέσεις της «αιώνιας πόλης» και ακολούθησε το σύζυγό της σε άγνωστα γι’ αυτήν μέρη, χωρίς να ξέρει ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ πίσω.
Η Λίβια με την Ντρουσίλα προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη με περιορισμένη μόρφωση, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη φίλη τους. Ως γνήσια πατρικία η Φλάβια Ιουστίνα δεν ασχολείτο με καθημερινές δουλειές, όπως παρασκευή φαγητού, πλύσιμο ρούχων, αλλά τις άφηνε στις 20χρονες που, μεταξύ άλλων, εξυπηρετούσαν και τις σεξουαλικές ανάγκες και των δυο.
Κατά τη σύντομη παραμονή του στην 8η κοχόρτη (10 κοχόρτεις = 1 λεγεώνα) διακρίθηκε και τιμήθηκε από τον επικεφαλής της λεγεώνας. Υπηρετούσε επί πέντε χρόνια, όταν κλήθηκε να συναντήσει τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο που βρισκόταν στο προχωρημένο στρατιωτικό οχυρό της Βιντομπόνα (σημερινή Βιένη). Ο φιλόσοφος αυτοκράτορας ετοίμαζε το τελειωτικό χτύπημα κατά των γερμανικών φύλων, αλλά ζούσε και το δικό του προσωπικό δράμα. Μόλις είχε ολοκληρώσει τα «εις Εαυτόν» στα Ελληνικά, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως «Διαλογισμοί». Η σύζυγός του, Φαυστίνα, είχε πεθάνει το 175 και πολλά από τα 13 παιδιά του είχαν επίσης αποβιώσει σε μικρή ηλικία. Ο 19χρονος γιος του Κόμμοδος εποφθαλμιούσε τη θέση του πατέρα του. Συνωμότες, προδότες και καιροσκόποι παρίμεναν την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν, σύνηθες φαινόμενο στην μέση και ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει την έξαρση της θανατηφόρου επιδημίας πανώλης που θέριζε τον πληθυσμό.
Ο Λεύκιος Αιμίλιος γονάτισε και περίμενε τις διαταγές του Μάρκου Αυρήλιου. Ο αυτοκράτορας σηκώθηκε από το θρόνο του, πλησίασε, τον χάιδεψε στο κεφάλι και του παρέδωσε ένα εμπιστευτικό έγγραφο. «Λεύκιε Αιμίλιε, αυτό το έγγραφο πρέπει να παραδοθεί στο στρατιωτικό διοικητή της ΙΙ Λεγεώνας στο Ακουίνκουμ το ταχύτερο δυνατό». «Διάλεξα εσένα για την ακεραιότητά σου».
Η αναχώρηση είχε ορισθεί για τις 15 Ιανουαρίου 180. 10 λεγεωνάριοι μαζί με τις γυναίκες και τις παλλακίδες τους και μικρό συνοδευτικό απόσπασμα θα πήγαιναν μέχρι το Carnuntum, εκεί θα επιβιβάζονταν σε μευαφορικό πλοίο του αυτοκρατορικού στόλου του Δούναβη που θα τους μετέφερε στο Ακούινκουμ στην Κάτω Παννονία. Φόρεσαν τις στολές τους, ανέβηκαν στα άλογα, οι γυναίκες με τις παλλακίδες μπήκαν σε άμαξες και από πίσω ακολούθησαν οι πεζικάριοι. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδε το Μάρκο Αυρήλιο.
Έφθασαν αργά το απόγευμα στο Carnuntum, πρωτεύουσα της Άνω Παννονίας και κατέλυσαν στους στρατώνες. Το πλοίο θα έφευγε τα ξημερώματα. Ευτυχώς ο Δούναβις δεν είχε παγώσει. Παρέμειναν μόνο οι δέκα λεγεωνάριοι. «Φλάβια Ιουστίνα, πάμε σε ένα μυθικό μέρος, μακριά από τον πόλεμο, εκεί που ο αυτοκράτορας έγραψε μέρος των διαλογισμών του». Είναι το όνειρο κάθε πολεμιστή να αποσυρθεί κάποια στιγμή σε τέτοιο μέρος, Το βράδυ στη σκηνή έκαναν παθιασμένο έρωτα. Ο Λεύκιος Αιμίλιος φρόντιζε να μην τελειώνει μέσα στη γυναίκα του, αλλά προτιμούσε τη διακεκομμένη επαφή. Εκείνη απολάμβανε το σεξ και μερικές φορές φώναζε τις δυο φίλες της να μοιραστούν την εμπειρία τους. Η Λίβια με την Ντρουσίλα ειδικεύονταν στο στοματικό έρωτα, αλλά μόνο με εντολή της Φλάβια Ιουστίνα μπορούσαν να συνευρεθούν με το σύζυγό της. Όλες είχαν κάνει αποτρίχωση με καυτό κερί. Προτιμούσαν τα αποτριχωμένα μουνιά.
Το πρωί επιβιβάστηκαν στο πλοιάριο του αυτοκρατορικού στόλου του Δούναβη. Το πλοίο κατασκευασμένο ειδικά για τον ποταμό, μετέφερε αγαθά στην έδρα της Ι Λεγεώνας «Adjutrix», το Brigentio (σημερινό Szöny της Ουγγαρίας). Στην έδρα της πρώτης λεγεώνας που έφερε τον τίτλο «Βοηθητική» (είχε συγκροτηθεί το 68 από το Νέρωνα), ο Λεύκιος Αιμίλιος με την κουστωδία του, αφού ανεφοδιάζονταν, θα προχωρούσαν προς τον τελικό προορισμό τους με τη συνοδεία μικρού αποσπάσματος, αν και η περιοχή ήταν υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
Το πλοίο ακολούθησε τη ροή του ποταμού, πλέοντας κοντά στην ακτή με ενδιάμεσες στάσεις σε μικρούς παράκτιους σταθμούς εφοδιασμού. Ήταν ένα σχετικά ήρεμο ταξίδι, αν και η Φλάβια Ιουστπινα υπέφερε από στομαχικές διαταραχές και το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής βρισκόταν ξαπλωμένη και σκεπασμένη με κουβέρτα. Οι λεγεωνάριοι βοηθούσαν το πλήρωμα, ενώ η Λίβια με την Ντρούσιλα ετοίμαζαν τα γεύμαται. Τότε ο Λεύκιος Αιμίλιος συνειδητοποίησε το μεγαλείο της αυτοκρατορίας, πόσο μακριά είχαν φθάσει οι Ρωμαίοι. Η Παννονία κατακτήθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα από τις δυνάμεις του Τιβέριου που κατέπνιξε εγέξερση των Κελτών κα άλλων φύλων. Ρωμαϊκά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της απέραντης επαρχίας που χωρίστηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό στην Κάτω και Άνω Παννονία. Η Κάτω περιλάμβανε εδάφη της σημερινής δυτικής Ουγγαρίας, Κροατίας Σερβίας και Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ενώ η Άνω εδάφη της Αυστρίας και τμήμα της Σλοβακίας. Πρωτεύουσα της Κάτω Παννονίας έγινε το Ακουίνκουμ στην αριστερή του όχθη Δούναβη το 106 μ.Χ. και της Άνω Παννονίας το Carnuntum. Οι δυο οργανωμένες βάσεις ρωμαϊκού στρατού γρήγορα εξελίχθηκαν σε αστικά κέντρα με ωραία ρυμοτομία. Το 124 το Ακουίνκουμ αναβαθμίστηκε σε municipium και το 194 σε colonia, ενώ ο πληθυσμός του στα μέσα του 2 μ.Χ. αιώνα έφθασε τις 40.000. Ήταν ίσως το μόνο μέρος που τα σπίτια και δημόσια λουτρά είχαν κεντρική θέρμανση χάρη στις υπόγειες θερμές πήγές. Ο επισκέπτης σήμερα στη Βουδαπέστη παρατηρεί από τον προαστιακό σιδηρόδρομο τα ερείπια του Ακουίνκουμ με το αμφιθέατρο, στο οποίο βρέθηκαν αξιόλογα ευρήματα. Ο σταθμός του τραίνου ονομάζεται «Ρωμαϊκό λουτρό».
Στην αποικία δεν κατοικούσαν μόνο Ρωμαίοι πολίτες αλλά και ξένοι που απολάμβαναν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες πρωτόγνωρες για τη ρωμαϊκή εποχή. Κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και ο σιτοβολώνας της Παννονίας. Οι κάτοικοι διέμεναν σε περίτεχνες βίλες και είχαν ροπή προς την ακολασία, διοργανώνοντας συμπόσια και όργια στα δημόσια λουτρά. Η ανταλλαγή συντρόφων ήταν διαδεδομένη συνήθεια, αν και ο όρος αυτός ήταν άγνωστος τότε. Στην πόλη στάθμευε η ΙΙ Λεγεώνα «Adjutrix» που είχε συγκροτηθεί το 70 από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό. Οι λεγεωνάριοι και των δύο προερχονταν από πρώην ναύτες και ήταν επιφορτισμένοι με βοηθητικά καθηκοντα.
Ο νεαρός λεγεωνάριος έφυγε από τη Ρώμη με τη σύζυγό του, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής Φλάβια Ιουστίνα. και τις δυο βοηθούς της, παιδικές φίλες, Λίβια και Ντρουσίλα, για την έδρα της λεγεώνας στο οχυρό Castra Regina, το σημερινό Ρέγκενσμουργκ της Γερμανίας. Φεύγοντας ο πατέρας του που είχε διακριθεί σε προηγούμενους πολέμους, του υπενθύμισε τις αξίες της αρχαίας Ρώμης και ανέφερε τα ονόματα δυο διακεκριμένων ανδρών, του Κιγκιννάτου και του Κούριου Δεντάτου, που αν και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους προς την πατρίδα, παρέμειναν απλοί και ταπεινοί, χαρακτηριστικό των παλαιών Ρωμαίων. Πήρε την ασπίδα του με το ρωμαϊκό αετό, το ξίφος του και λίγα υπάρχοντα. Η Φλάβια Ιουστίνα, στα 23, εγκατέλειψε τις ανέσεις της «αιώνιας πόλης» και ακολούθησε το σύζυγό της σε άγνωστα γι’ αυτήν μέρη, χωρίς να ξέρει ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ πίσω.
Η Λίβια με την Ντρουσίλα προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη με περιορισμένη μόρφωση, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη φίλη τους. Ως γνήσια πατρικία η Φλάβια Ιουστίνα δεν ασχολείτο με καθημερινές δουλειές, όπως παρασκευή φαγητού, πλύσιμο ρούχων, αλλά τις άφηνε στις 20χρονες που, μεταξύ άλλων, εξυπηρετούσαν και τις σεξουαλικές ανάγκες και των δυο.
Κατά τη σύντομη παραμονή του στην 8η κοχόρτη (10 κοχόρτεις = 1 λεγεώνα) διακρίθηκε και τιμήθηκε από τον επικεφαλής της λεγεώνας. Υπηρετούσε επί πέντε χρόνια, όταν κλήθηκε να συναντήσει τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο που βρισκόταν στο προχωρημένο στρατιωτικό οχυρό της Βιντομπόνα (σημερινή Βιένη). Ο φιλόσοφος αυτοκράτορας ετοίμαζε το τελειωτικό χτύπημα κατά των γερμανικών φύλων, αλλά ζούσε και το δικό του προσωπικό δράμα. Μόλις είχε ολοκληρώσει τα «εις Εαυτόν» στα Ελληνικά, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως «Διαλογισμοί». Η σύζυγός του, Φαυστίνα, είχε πεθάνει το 175 και πολλά από τα 13 παιδιά του είχαν επίσης αποβιώσει σε μικρή ηλικία. Ο 19χρονος γιος του Κόμμοδος εποφθαλμιούσε τη θέση του πατέρα του. Συνωμότες, προδότες και καιροσκόποι παρίμεναν την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν, σύνηθες φαινόμενο στην μέση και ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει την έξαρση της θανατηφόρου επιδημίας πανώλης που θέριζε τον πληθυσμό.
Ο Λεύκιος Αιμίλιος γονάτισε και περίμενε τις διαταγές του Μάρκου Αυρήλιου. Ο αυτοκράτορας σηκώθηκε από το θρόνο του, πλησίασε, τον χάιδεψε στο κεφάλι και του παρέδωσε ένα εμπιστευτικό έγγραφο. «Λεύκιε Αιμίλιε, αυτό το έγγραφο πρέπει να παραδοθεί στο στρατιωτικό διοικητή της ΙΙ Λεγεώνας στο Ακουίνκουμ το ταχύτερο δυνατό». «Διάλεξα εσένα για την ακεραιότητά σου».
Η αναχώρηση είχε ορισθεί για τις 15 Ιανουαρίου 180. 10 λεγεωνάριοι μαζί με τις γυναίκες και τις παλλακίδες τους και μικρό συνοδευτικό απόσπασμα θα πήγαιναν μέχρι το Carnuntum, εκεί θα επιβιβάζονταν σε μευαφορικό πλοίο του αυτοκρατορικού στόλου του Δούναβη που θα τους μετέφερε στο Ακούινκουμ στην Κάτω Παννονία. Φόρεσαν τις στολές τους, ανέβηκαν στα άλογα, οι γυναίκες με τις παλλακίδες μπήκαν σε άμαξες και από πίσω ακολούθησαν οι πεζικάριοι. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδε το Μάρκο Αυρήλιο.
Έφθασαν αργά το απόγευμα στο Carnuntum, πρωτεύουσα της Άνω Παννονίας και κατέλυσαν στους στρατώνες. Το πλοίο θα έφευγε τα ξημερώματα. Ευτυχώς ο Δούναβις δεν είχε παγώσει. Παρέμειναν μόνο οι δέκα λεγεωνάριοι. «Φλάβια Ιουστίνα, πάμε σε ένα μυθικό μέρος, μακριά από τον πόλεμο, εκεί που ο αυτοκράτορας έγραψε μέρος των διαλογισμών του». Είναι το όνειρο κάθε πολεμιστή να αποσυρθεί κάποια στιγμή σε τέτοιο μέρος, Το βράδυ στη σκηνή έκαναν παθιασμένο έρωτα. Ο Λεύκιος Αιμίλιος φρόντιζε να μην τελειώνει μέσα στη γυναίκα του, αλλά προτιμούσε τη διακεκομμένη επαφή. Εκείνη απολάμβανε το σεξ και μερικές φορές φώναζε τις δυο φίλες της να μοιραστούν την εμπειρία τους. Η Λίβια με την Ντρουσίλα ειδικεύονταν στο στοματικό έρωτα, αλλά μόνο με εντολή της Φλάβια Ιουστίνα μπορούσαν να συνευρεθούν με το σύζυγό της. Όλες είχαν κάνει αποτρίχωση με καυτό κερί. Προτιμούσαν τα αποτριχωμένα μουνιά.
Το πρωί επιβιβάστηκαν στο πλοιάριο του αυτοκρατορικού στόλου του Δούναβη. Το πλοίο κατασκευασμένο ειδικά για τον ποταμό, μετέφερε αγαθά στην έδρα της Ι Λεγεώνας «Adjutrix», το Brigentio (σημερινό Szöny της Ουγγαρίας). Στην έδρα της πρώτης λεγεώνας που έφερε τον τίτλο «Βοηθητική» (είχε συγκροτηθεί το 68 από το Νέρωνα), ο Λεύκιος Αιμίλιος με την κουστωδία του, αφού ανεφοδιάζονταν, θα προχωρούσαν προς τον τελικό προορισμό τους με τη συνοδεία μικρού αποσπάσματος, αν και η περιοχή ήταν υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
Το πλοίο ακολούθησε τη ροή του ποταμού, πλέοντας κοντά στην ακτή με ενδιάμεσες στάσεις σε μικρούς παράκτιους σταθμούς εφοδιασμού. Ήταν ένα σχετικά ήρεμο ταξίδι, αν και η Φλάβια Ιουστπινα υπέφερε από στομαχικές διαταραχές και το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής βρισκόταν ξαπλωμένη και σκεπασμένη με κουβέρτα. Οι λεγεωνάριοι βοηθούσαν το πλήρωμα, ενώ η Λίβια με την Ντρούσιλα ετοίμαζαν τα γεύμαται. Τότε ο Λεύκιος Αιμίλιος συνειδητοποίησε το μεγαλείο της αυτοκρατορίας, πόσο μακριά είχαν φθάσει οι Ρωμαίοι. Η Παννονία κατακτήθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα από τις δυνάμεις του Τιβέριου που κατέπνιξε εγέξερση των Κελτών κα άλλων φύλων. Ρωμαϊκά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της απέραντης επαρχίας που χωρίστηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό στην Κάτω και Άνω Παννονία. Η Κάτω περιλάμβανε εδάφη της σημερινής δυτικής Ουγγαρίας, Κροατίας Σερβίας και Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ενώ η Άνω εδάφη της Αυστρίας και τμήμα της Σλοβακίας. Πρωτεύουσα της Κάτω Παννονίας έγινε το Ακουίνκουμ στην αριστερή του όχθη Δούναβη το 106 μ.Χ. και της Άνω Παννονίας το Carnuntum. Οι δυο οργανωμένες βάσεις ρωμαϊκού στρατού γρήγορα εξελίχθηκαν σε αστικά κέντρα με ωραία ρυμοτομία. Το 124 το Ακουίνκουμ αναβαθμίστηκε σε municipium και το 194 σε colonia, ενώ ο πληθυσμός του στα μέσα του 2 μ.Χ. αιώνα έφθασε τις 40.000. Ήταν ίσως το μόνο μέρος που τα σπίτια και δημόσια λουτρά είχαν κεντρική θέρμανση χάρη στις υπόγειες θερμές πήγές. Ο επισκέπτης σήμερα στη Βουδαπέστη παρατηρεί από τον προαστιακό σιδηρόδρομο τα ερείπια του Ακουίνκουμ με το αμφιθέατρο, στο οποίο βρέθηκαν αξιόλογα ευρήματα. Ο σταθμός του τραίνου ονομάζεται «Ρωμαϊκό λουτρό».
Στην αποικία δεν κατοικούσαν μόνο Ρωμαίοι πολίτες αλλά και ξένοι που απολάμβαναν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες πρωτόγνωρες για τη ρωμαϊκή εποχή. Κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και ο σιτοβολώνας της Παννονίας. Οι κάτοικοι διέμεναν σε περίτεχνες βίλες και είχαν ροπή προς την ακολασία, διοργανώνοντας συμπόσια και όργια στα δημόσια λουτρά. Η ανταλλαγή συντρόφων ήταν διαδεδομένη συνήθεια, αν και ο όρος αυτός ήταν άγνωστος τότε. Στην πόλη στάθμευε η ΙΙ Λεγεώνα «Adjutrix» που είχε συγκροτηθεί το 70 από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό. Οι λεγεωνάριοι και των δύο προερχονταν από πρώην ναύτες και ήταν επιφορτισμένοι με βοηθητικά καθηκοντα.
No comments:
Post a Comment